- προομολογώ
- -έω, ΜΑομολογώ, λέω προηγουμένωςαρχ.συμφωνώ εκ τών προτέρων ότι ισχύει κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προομολογία — ἡ, Α [προομολογῶ] προσυμφωνία, διακανονισμός που προηγείται … Dictionary of Greek
προομολόγησις — ήσεως, ἡ, Α [προομολογῶ] κατάφαση εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek